- ἐκποίητος
- ἐκποίητοςgiven to be adopted by anothermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκποίητος — η, ο (Α ἐκποίητος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει πουληθεί ή μεταβιβαστεί σε άλλον, απαλλοτριωμένος αρχ. 1. (για παιδί) αυτός που δόθηκε για υιοθεσία 2. αυτός που διώχτηκε από το γένος του 3. αποξενωμένος από κάποιον … Dictionary of Greek
ἐκποίητον — ἐκποίητος given to be adopted by another masc/fem acc sg ἐκποίητος given to be adopted by another neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκποιήτου — ἐκποίητος given to be adopted by another masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)